προσκαλούμαι — προσκαλούμαι, προσκλήθηκα, προσκαλεσμένος και προσκεκλημένος βλ. πίν. 163 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσκαλώ — προσκαλῶ, έω, ΝΑ, και προσκαλάω και προσκαλνώ Ν [καλῶ] καλώ κάποιον να έλθει σ εμένα, τόν φωνάζω, τού παραγγέλλω να έλθει ή να μεταβεί κάπου (α. «φίλοι τούς επροσκάλεσαν, τούς είχανε τραπέζι», δημ. τραγούδι β. «με τη σιγαλή λαλιά τον ήλιο… … Dictionary of Greek
συμπαραλαμβάνω — Α [παραλαμβάνω] 1. παίρνω κάποιον μαζί μου, κυρίως ως μέτοχο ή συνεργό 2. λαμβάνω υπ όψιν κάτι ακόμη, συνυπολογίζω 3. περιλαμβάνω ή αποδέχομαι κάποιον ακόμη σε ένα όλο («ἅτερος συμπαρέλαβε τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας ὡς ἐπηρεασθεὶς», Αριστοτ.) 4.… … Dictionary of Greek
взывати — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. 1) восклицать, возглашать, громко говорить; 2) (καλέω)… … Словарь церковнославянского языка
αλληλοπροσκαλούμαι — ( έομαι) και καλιέμαι προσκαλούμαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν προσκαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + προσκαλώ ( ούμαι και ιέμαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοπρόσκληση] … Dictionary of Greek
κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… … Dictionary of Greek
καλούμαι — 1 καλέστηκα, καλεσμένος βλ. πίν. 78 2 κλήθηκα βλ. πίν. 163 Σημειώσεις: καλούμαι : οι τύποι καλέστηκα (να καλεστώ κτλ.) και καλεσμένος χρησιμοποιούνται κυρίως με την έννοια → προσκαλούμαι, ενώ οι τύποι κλήθηκα (να κληθώ κτλ.) με την έννοια → μου… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής